- κάσιος
- κάσιςbrothermasc/fem gen sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κάσιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάσιος — Προσωνυμία του Δία, από το βουνό Κάσιο, κοντά στη Σελεύκεια (στα σύνορα Αιγύπτου και Πετραίας Αραβίας) όπου υπήρχε και ναός του θεού. Στην ίδια περιοχή λάτρευαν μια πέτρα που είχε πέσει από τον ουρανό (αερόλιθος), η οποία είναι αποτυπωμένη σε… … Dictionary of Greek
Κάσιος, Αβίδιος — (Avidius Cassius, 2oς αι. μ.Χ.). Σύρος αξιωματούχος του ρωμαϊκού στρατού. Ως ύπαρχος της Συρίας, έπειτα από αλλεπάλληλες νικηφόρες πολεμικές επιχειρήσεις, κατέλαβε την Έδεσσα, πέρασε στη Μεσοποταμία και υποχρέωσε τον βασιλιά των Πάρθων, Βολογάση … Dictionary of Greek
Σίλιος Ιταλικός, Τιβέριος Κάσιος — (Silius Italicus). Λατίνος ποιητής. Είναι πιθανό να γεννήθηκε το 25 ή 26 μ.Χ., και έγινε ύπατος το 68, στο τελευταίο έτος της βασιλείας του Νέρωνα. Το επικό του ποίημα Καρχηδονιακά αναφέρεται στο δεύτερο καρχηδονιακό πόλεμο και ποιοτικά είναι… … Dictionary of Greek
Κασίοιο — Κάσιος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κασίοις — Κάσιος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κασίου — Κάσιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κασίων — Κάσιος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κασίῳ — Κάσιος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάσιοι — Κάσιος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)